- βαρύσωμος
- -η, -οαυτός που έχει βαρύ και ογκώδες σώμα, ο σωματώδης.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
βαρύσωμος — η, ο (Α βαρύσωμος, ον) αυτός που έχει βαρύ σώμα, ο σωματώδης … Dictionary of Greek
βαρύσωμον — βαρύσωμος heavy in body masc/fem acc sg βαρύσωμος heavy in body neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βαρυσώμου — βαρύσωμος heavy in body masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βαρύσωμοι — βαρύσωμος heavy in body masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βαρυ- — α συνθετικό λέξεων, κατά κύριο λόγο επιθέτων, της αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής, με μεγάλη παραγωγικότητα. Τα σύνθετα με το βαρυ εμφανίζονται με τις ακόλουθες σημασίες: Την κυριολεκτική σημασία του επιθέτου βαρύς («αυτός που έχει βάρος … Dictionary of Greek
βαρύψυχος — η, ο (AM βαρύψυχος, ον) μσν. νεοελλ. βαρύσωμος αρχ. βαρύθυμος, σκυθρωπός … Dictionary of Greek
σώμα — Γενικό όνομα που δίνεται σε μια ποσότητα ύλης. Σώματα επομένως είναι όλα τα αντικείμενα με τις ιδιότητες τους (σχήμα, διαστάσεις, βάρος κλπ.)· ουσία, αντίθετα, είναι η ποιότητα της ύλης από την οποία αποτελούνται τα σ. Για μεγαλύτερη ακριβολογία… … Dictionary of Greek
ԾԱՆՐԱՄԱՐՄԻՆ — ( ) NBH 1 1008 Chronological Sequence: 12c, 13c ա. βαρύσωμος gravis corpore, et robustus. Մարմնով ծանր. հարստամարմին. ... *Ծանրամարմինքն ʼի ձեռն փարթամութեան ստացեալ երիվարս երագեն. Լմբ. ժղ.: *Ծանրամարմինս եւ անհեդեդ ուղտս անուանեաց. Գէ. ես … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)